- ἐπετίθεσαν
- ἐπετίθεσαν s. ἐπιτίθημι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐπετίθεσαν — ἐπιτίθημι lay imperf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυαμευτός — κυαμευτός, η, όν (Α) [κυαμεύω] 1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.) 2. (για ψηφοφορία) αυτή που… … Dictionary of Greek